Γράφει ο Σπύρος Σημάτης
Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του (2018)
Υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (2019)
O Ζαϊν, ένα 12χρονο αγόρι από τη Συρία, ο οποίος ζει στην απόλυτη ένδεια κάπου στη Βηρυτό, βρίσκεται στο δικαστήριο, κατηγορούμενος για φόνο, ενώ εν συνεχεία, μηνύει τους γονείς του, καθότι τον έφεραν απερίσκεπτα στα εγκόσμια. Μέσω ενός flashback, θα μας συστήσει ένα σύμπαν περιθωριακό, με ανθρώπους απονενοημένους, μεταξύ των οποίων, μία μητέρα από την Αιθιοπία και το νεογέννητο μωρό της.
Η σκληρή πραγματικότητα θα οδηγήσει το μικρό αγόρι, σε μία βίαιη ωρίμανση, μία μετωπική σύγκρουση με την ίδια την ζωή, σε ένα τόπο, ξεχασμένο από τον Θεό.
H Kαπερναούμ, είναι μια από τις πιο γνωστές πόλεις της Καινής Διαθήκης και θεωρείται ως ένα από τα κύρια κέντρα της δράσεως του θεανθρώπου, στην περιοχή της Γαλιλαίας. Στα γαλλικά, η λέξη σημαίνει χάος και αυτό ακριβώς πραγματεύεται η ταινία της Ναντίν Λαμπακί. Στην τρίτη της απόπειρα πίσω από τις κάμερες, η σκηνοθέτις, στρέφει τα βέλη της, ενάντια στη δομή των αποτυχημένων κοινωνιών και τους απανταχού ενήλικες που τις απαρτίζουν, έρμαια ενός ολόκληρου κόσμου σε αποσύνθεση. Μέσα από την οδύσσεια του Ζαϊν, εστιάζει στην κακοποίηση που βιώνουν καθημερινά χιλιάδες παιδιά στις αναπτυσσόμενες χώρες, θίγοντας συνάμα μείζονα προβλήματα των καιρών μας, όπως το προσφυγικό, το trafficking, ακόμη και την παιδεραστία.
Η ακραιφνώς χειριστική ματιά της Λαμπακί, παρακινεί τον θεατή σε ένα είδος εκβιαστικής συμπόνοιας, σχετικά με την μοίρα των εξαθλιωμένων ηρώων, μέσω ενός δραματοποιημένου ντοκιμαντέρ, για ευκατάστατους μεσοαστούς.
Ο ψευδορεαλιστικός τρόπος της αφήγησης, παραμένει καταγγελτικός καθ’όλη την διάρκεια, με τον μελοδραματισμό να χτυπάει κόκκινο, σε κάθε κορύφωση, καθώς η εμβόλιμη συνοδεία εγχόρδων, δίνει τον απαραίτητο πομπώδη τόνο όπου αυτός είναι αναγκαίος. Η απροκάλυπτη επίκληση στο συναίσθημα, φιλτράρεται δίχως φειδώ με ένα ντεμέκ ουμανισμό που ενώ προσδοκά στην ανάδειξη της ανθρώπινης κατάντιας, καταφέρνει εν τέλει να εξωθήσει τον Βιτόριο Ντε Σίκα, σε έναν επιτάφιο στροβιλισμό. Η γραφική απεικόνιση της ασχήμιας, μέσω των εναέριων πλάνων, του slow motion και ενός αδιάλειπτου μοντάζ, εξωραϊζουν τον ορυμαγδό από τις μίζερες εικόνες που ξεπροβάλλουν, ως μέρος θαρρείς, ενός καρτποσταλικού διαφημιστικού, ευρείας κατανάλωσης.
Μοναδικός της σύμμαχος στο όλο εγχείρημα, η φυσικότητα των ερασιτεχνών ηθοποιών και ειδικότερα του Ζαΐν Αλ Ραφία, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του βιοπαλαιστή πιτσιρικά, ενός χαρακτήρα με απίστευτο βαθμό δυσκολίας, ο οποίος θα έκανε το χαμίνι του Τσάρλι Τσάπλιν, πραγματικά υπερήφανο.
Κλείνοντας, η Καπερναούμ, είναι μία ως επί το πλείστον στενάχωρη, μα υπέρ του δέοντος crowd pleaser ιστορία ενηλικίωσης, μία έθνικ αποθέωση του κινηματογραφικού λαϊκισμού, η οποία συγγενεύει εξόφθαλμα, με τις αντίστοιχες εγχώριες ηθογραφίες της δεκαετίας του 60, όπου και μεσουρανούσε ένα πάλαι ποτέ παιδί θαύμα του ελληνικού σινεμά. Ο Βασιλάκης, ο Καϊλας…
Η ίδια η δημιουργός, υποστηρίζει πως της πήρε πάνω από δύο χρόνια, για να φιλμάρει και να μοντάρει ετούτη τη φιλμική παραβολή. Περίπου δηλαδή, όσο διήρκεσαν και οι θεϊκές παρεμβάσεις του Ιησού Χριστού, στην ευρύτερη περιοχή. Κι όπως είναι εύλογο, τα θαύματα στις μέρες μας εκλείπουν.