Γράφει ο Σπύρος Σημάτης
Το «Φυγαδεύοντας τον Χέντριξ» κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας, στο Φεστιβάλ της Τραϊμπέκα και η ταινία απέσπασε το Βραβείο ΙΡΙΣ Καλύτερου Σεναρίου, από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου.
Ο 43χρονος Γιάννης, ένας ξοφλημένος μουσικός, ετοιμάζεται να εγκαταλείψει τη Λευκωσία, αναζητώντας καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Τα σχέδιά του όμως θα ανατραπούν, όταν ο Τζίμι, ένας αξιολάτρευτος σκύλος, διασχίζει τη Νεκρή Ζώνη και βρίσκεται ξαφνικά, στη κατεχόμενη πλευρά του νησιού. Έτσι, το σχέδιο, για τον επαναπατρισμό του συμπαθέστατου τετράποδου, θα οδηγήσει τον ήρωα, σε ένα αναπάντεχο οδοιπορικό, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Ο πρωτοεμφανιζόμενος στη μυθοπλασία, Μάριος Πιπερίδης, βάζει στο επίκεντρο της ιστορίας του, την πολυσύνθετη πραγματικότητα της διχοτομημένης Κύπρου, υπογραμμίζοντας διακριτικά, το παράλογο, μίας εύθραυστης συνύπαρξης. Δίχως βλέψεις, για μία καθαρά πολιτική ταινία, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα τρυφερό αποτύπωμα, μίας προβληματικής κοινωνίας, η οποία κινδυνεύει να χάσει την ιστορική της ταυτότητα, διαιωνίζοντας έναν άλυτο γρίφο, εις το διηνεκές. Κωμικοτραγικές καταστάσεις, μπλέκουν ευφάνταστα με προσωπικά βιώματα, έχοντας ως απώτερο σκοπό, τόσο την καθαρόαιμη ψυχαγωγία, όσο και τον αναπόφευκτο προβληματισμό του μέσου θεατή. Η επιστροφή του Τζίμι στα πάτρια εδάφη, είναι το όχημα, με το οποίο ο δημιουργός, θα μας μεταφέρει την άποψη του για ένα φλέγον θέμα, επιχειρώντας να ισορροπήσει επιδέξια ανάμεσα στο αβίαστο χιούμορ και το καλοπροαίρετο σχολιασμό. Ο χρόνιος συνεργάτης του Φατίχ Ακίν, Άνταμ Μπουσδούκος, αναμετράται με το πικρό παρελθόν, ερμηνεύοντας με εξαιρετικό μπρίο, τον ανώριμο Γιάννη, ενώ η Βίκυ Παπαδοπούλου, αποδεικνύεται το ιδανικό ταίρι, συγκροτώντας επάξια, μία ετερόκλητη ομάδα χαρακτήρων, μακριά από τετριμμένα στερεότυπα και επισφαλή κλισέ. Αν και ορισμένες φορές, η πλοκή, αδυνατεί να ξεφύγει από τις πεπατημένες σεναριακές ευκολίες μίας κοινότυπης ηθογραφίας, εντούτοις, η ψύχραιμη ματιά του Πιπερίδη, επαναφέρει το φιλμ, στις αρχικές ανάλαφρες προθέσεις. Βασικός του σύμμαχος σε όλο το εγχείρημα, η προσεγμένη δουλειά στο ρεπεράζ, μιας και η ανάδειξη των ερειπωμένων χώρων, ενδυναμώνουν ακόμη περισσότερο την αίσθηση εγκατάλειψης που επικρατεί στην πράσινη γραμμή, λειτουργώντας παράλληλα ως ευθεία αναφορά στις ασαφείς προθέσεις των μεγάλων δυνάμεων.
Εν κατακλείδι, το “Αναζητώντας τον Χέντριξ”, είναι μία χαμηλότονη παραβολή για τις σχέσεις μεταξύ των λαών και ταυτόχρονα μία όαση φρεσκάδας, στο άνυδρο εγχώριο σινεμά. Η ευαίσθητη προσέγγιση που υιοθετείται, στο ακανθώδες ζήτημα του “κυπριακού”, φαντάζει ικανή εκ προοιμίου, να συμπαρασύρει το φιλοθεάμων κοινό, σε ένα αισιόδοξο ταξίδι, στις γειτονιές του πολύπαθου αυτού τόπου.