Γράφει ο Σπύρος Σημάτης
Loro (2018), Ιταλία
Ο Σέρτζιο Μάρα, είναι ένας προαγωγός συνοδών πολυτελείας στον Τάραντα, ο οποίος επιζητά μανιωδώς μία συνάντηση, με τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, καθώς και τη μεγάλη ζωή που εκείνος πρεσβεύει. Έτσι, θα διοργανώσει ένα πολυήμερο γλέντι, σε μία βίλα στη Σαρδηνία, ακριβώς απέναντι από την κατοικία του πρώην πρωθυπουργού.
Loro, στα ιταλικά, σημαίνει “Αυτοί”, υποδηλώνοντας έμμεσα όλους τους πολίτες της γείτονος χώρας, οι οποίοι πλανεύτηκαν από τις φρούδες υποσχέσεις ενός αδίστακτου δημαγωγού. Ο Πάολο Σορεντίνο, ενορχηστρώνει μία όπερα μπούφα, γύρω από το πρόσωπο του εκκεντρικού μεγιστάνα, προσπαθώντας να αποτυπώσει το σουρεαλιστικό παροξυσμό, μίας ολόκληρης κοινωνίας. Η σκηνοθετική του βιρτουοζιτέ, με πλάνα εξωπραγματικά φωτογενή, βγαλμένα θαρρείς από την πιο μύχια ονείρωξη ενός διαφημιστή, συναγωνίζονται τα εκπάγλου κάλλους θηλυκά που παρελαύνουν επί σκηνής, δημιουργώντας μία οπτική φαντασμαγορία, η οποία σαν άλλο παραισθησιογόνο, έχει την ιδιότητα να διεγείρει τον αμφιβληστροειδή ακόμη και του πιο ηδονοβλεπτικού σινεφίλ.
Ο ερμηνευτικός χαμαιλέοντας που ακούει στο όνομα Τόνι Σερβίλο, ενσαρκώνει κάτω από πολλαπλές στρώσεις μακιγιάζ και με ιδιαίτερη πειστικότητα, την μακιαβελική προσωπικότητα του Μπερλουσκόνι, προσδίδοντας τραγικές διαστάσεις, σε μία πολιτική καρικατούρα που διέπεται από άκρατο αμοραλισμό. Τα περίφημα πάρτι μπούγκα μπούγκα, τα αμφιβόλου ποιότητας τηλεοπτικά προγράμματα, η ποδοσφαιρική ομάδα της Μίλαν και οι αδηφάγες κατασκευαστικές εταιρείες, αποτελούν την παρακαταθήκη του ραδιούργου επιχειρηματία, προς ένα αποχαυνωμένο έθνος. Ο ιταλικός λαός, εθισμένος σε μία λαμπερή υποκουλτούρα, αποδεχόταν αδιαμαρτύρητα, ως άλλο αμνοερίφιο, τα δεκάδες σκάνδαλα ενός κυνικού showman, του πεφωτισμένου αυτού ηδονιστή, με το άγγιγμα του Μίδα.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο Σορεντίνο, τοποθετεί τον ήρωά του στο επίκεντρο ενός εικαστικού οργασμού, αποτίοντας με περίσσιο θράσος, έναν ελλειπτικό φόρο τιμής στο σινεμά του Φελίνι. Η μεγαλομανία που τον διακατέχει, εξαντλείται σε προφανείς συμβολισμούς, σκιαγραφώντας με υπέρμετρη φιλοδοξία, ένα σκωπτικό ψυχογράφημα, μιας περσόνας εμβληματικής, μα γκροτέσκας. Το διφορούμενο φινάλε, με τις θρησκευτικές προεκτάσεις, ενδύεται ένα νεορεαλιστικό μανδύα και συνοψίζει με τρόπο ευφάνταστο την κατάσταση των δύο τελευταίων δεκαετιών στην Ιταλία. Ίσως στην πλήρη του μορφή, καθότι αρχικά, κυκλοφόρησε σε δύο μέρη, διάρκειας 204 λεπτών, να αποτελούσε ένα magnus opus.
Προς το παρόν, το Loro, παρότι βρίθει προβληματισμών, καταντά το ίδιο προβληματικό και φλερτάρει εν τέλει με την ολική κατάρρευση, φαντάζοντας μέσα στην αυταρέσκειά του, ως ένα απαστράπτον, αλλά άνισο αντίγραφο μίας τέλειας ομορφιάς.